Το Πολυτεχνείο ήταν η κορυφαία εκδήλωση της επτάχρονης αντιχουντικής πάλης και μία από τις κορυφαίες στιγμές των αγώνων του λαού και της νεολαίας.
Από την αρχή του 1973 εκφράστηκε με ανεβασμένες μορφές πάλης η λαϊκή αγανάκτηση ενάντια στην αμερικανοκίνητη χούντα όπως η κατάληψη της Νομικής, το Φλεβάρη του 1973, η διαδήλωση στις 4 Νοέμβρη 1973, με αφορμή το μνημόσυνο του Γ. Παπανδρέου, όπου έγιναν και συλλήψεις αλλά και η διαδήλωση 3.000 φοιτητών για συμπαράσταση στους συλληφθέντες στις 8 Νοέμβρη. Οι διαδηλώσεις συνεχίστηκαν στις σχολές.
Την Τετάρτη 14 Νοέμβρη 1973, το πρωί εκατοντάδες φοιτητές του Πολυτεχνείου συγκεντρώνονται στο προαύλιο του Ιδρύματος. Αρχίζουν συνελεύσεις για να αποφασίσουν πώς θα αντιμετωπίσουν το νέο σχέδιο της χούντας για την υποταγή του κινήματος.
Συγκέντρωση γίνεται και στη Νομική που αποφασίζει να κατευθυνθεί στο Πολυτεχνείο.
Στις 2.00 μ.μ., 5.000 περίπου φοιτητές έχουν συγκεντρωθεί στο Πολυτεχνείο, ενώ αρχίζει να μαζεύεται και άλλος κόσμος.
Η Πατησίων δονείται από τα συνθήματα κατά της χούντας. Η Ασφάλεια κινητοποιείται και καλεί τους συγκεντρωμένους να αποχωρήσουν.
Την Πέμπτη 15 Νοέμβρη 1973, η κατάληψη αποτελεί πόλο έλξης του λαού της Αθήνας που αρχίζει να συρρέει στο Πολυτεχνείο.
Η ανταπόκριση του κόσμου ξεπερνά κάθε προσδοκία και για πρώτη φορά δημιουργείται η πεποίθηση ότι η χούντα μπορεί να πέσει.
Ταυτόχρονα οι συνελεύσεις δίνουν και το ιδεολογικό στίγμα του αγώνα.
Την Παρασκευή 16 Νοέμβρη 1973 μπαίνουν σε λειτουργία οι πομποί του ραδιοφωνικού σταθμού στους 1.050 χιλιόκυκλους που μεταφέρουν το μήνυμα του αγώνα σε όλη την Αθήνα που παρακολουθεί τα γεγονότα.
Στις 9 το πρωί στήνονται τα πρώτα οδοφράγματα και σχηματίζονται δύο μεγάλες διαδηλώσεις στην Πανεπιστημίου και στη Σταδίου.
Οι συγκεντρωμένοι έξω από το Πολυτεχνείο τραγουδάνε το «πότε θα κάνει ξαστεριά».
Το απόγευμα οι διαδηλωτές στο χώρο γίνονται χιλιάδες με συμμετοχή των εργατών. Έτσι στις 6 το απόγευμα αρχίζουν οι συγκρούσεις διαδηλωτών και Αστυνομίας με πολλούς τραυματίες.
Εμφανίζονται τεθωρακισμένα της Αστυνομίας και πέφτουν οι πρώτοι πυροβολισμοί.
Στις 11 το βράδυ ο ραδιοσταθμός και τα μεγάφωνα καλούν τον κόσμο να μη φύγει.
Οι αύρες έχουν κυκλώσει το χώρο του Πολυτεχνείου και τα δακρυγόνα έχουν πνίξει την περιοχή.
Όσοι μένουν ανάβουν φωτιές για να εξουδετερώσουν τα δακρυγόνα και στήνουν οδοφράγματα.
Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, ( Σάββατο 17 Νοέμβρη) τα πρώτα τανκς εμφανίζονται, ενώ στο νοσοκομείο που οργανώθηκε στο Πολυτεχνείο, μεταφέρονται όλο και περισσότεροι νεκροί και τραυματίες.
Στη 1 μετά τα μεσάνυχτα τα τανκς έχουν ζώσει το Πολυτεχνείο. Τα μεγάφωνα και ο ραδιοσταθμός μεταδίδουν: «Μην φοβάστε τα τανκς», «Κάτω ο φασισμός», «Φαντάροι είμαστε αδέρφια σας. Μη γίνετε δολοφόνοι».
Στις 1.30 τα τανκς ξεκινούν με αναμμένους τους προβολείς. Οι φοιτητές τοποθετούν μια «Μερσεντές» πίσω από την κεντρική πύλη για να εμποδίσει την είσοδο των τανκς. Οι φοιτητές είναι ανεβασμένοι στα κάγκελα, τραγουδούν τον εθνικό ύμνο και φωνάζουν στους φαντάρους: «Είμαστε αδέρφια».
Ωρα 2.50, ξημερώματα του Σαββάτου 17 Νοέμβρη. Ο επικεφαλής αξιωματικός με μια κίνηση του χεριού του, δίνει την εντολή να ξεκινήσει το τανκ.
Η πόρτα πέφτει και το τανκ συνεχίζει την πορεία του φτάνοντας μέχρι τις σκάλες του κτιρίου «Αβέρωφ».
Μαζί του μπαίνουν ασφαλίτες και άντρες των ΛΟΚ. Πέφτουν πυροβολισμοί. Υπάρχουν φαντάροι που βοηθούν τους φοιτητές να φύγουν, αλλά στις εξόδους τούς περιμένουν ασφαλίτες και συλλαμβάνουν και τους κυνηγούν , οι κάτοικοι των γύρω πολυκατοικιών τους προσφέρουν άσυλο.
Στις 3.20 δεν υπάρχει πλέον κανένας στο Πολυτεχνείο έχει εκκενωθεί πλήρως.
Τριάντα χρόνια πέρασαν μέχρι να σπάσει την σιωπή του ο A. Σκευοφύλαξ, έφεδρος στρατιώτης του τεθωρακισμένου άρματος που εισέβαλε στο Πολυτεχνείο και αποκάλυψε όσα συνέβησαν τη μαύρη νύχτα που σημάδεψε τη σύγχρονη ελληνική ιστορία και στιγμάτισε για πάντα τη ζωή του.
«Ντρέπομαι γι' αυτό που ήμουν, γι' αυτό που έκανα» λέει στην εκ βαθέων εξομολόγησή του. «ΝΤΡΕΠΟΜΑΙ ΓΙ' AYTO ΠΟΥ HMOYN, ΓΙ' AYTO ΠΟΥ EKANA. Τότε αισθανόμουν ότι έκανα κάτι καλό, κάτι μεγάλο. Στους "μαυροσκούφηδες", στο Γουδί, είχα γίνει ο ήρωας που διέλυσε τους εχθρούς της πατρίδας, τα "παλιοκουμμούνια", όπως λέγαμε τότε τους φοιτητές. Αυτά μου έλεγαν, αυτά πίστευα.
Τι περιμένεις!.. Ούτε μια εφημερίδα δεν είχα διαβάσει μέχρι τότε. Είχα γίνει και εγώ φασίστας. Μέχρι που μπήκα μέσα, πίστευα αυτό που έκανα. Στη συνέχεια έγινε ο εφιάλτης της ζωής μου. »
Μετά την απόλυσή του από τον στρατό, ο A. Σκευοφύλαξ θα μοχθήσει για να ζήσει.
«Στο μεροκάματο η ζωή μου άλλαξε 180 μοίρες. Εμένα που μου έμαθαν να μισώ τους κομμουνιστές, ψήφισα δύο φορές το KKE». Στα 30 του θα παντρευτεί, θα αποκτήσει παιδιά. Ζώντας σε μια γειτονιά των νοτίων προαστίων, όλα αυτά τα χρόνια αποφεύγει να μιλάει για τα γεγονότα εκείνης της νύχτας. Όσες φορές θα τον ρωτήσουν «τι σχέση έχεις με τον "πορτάκια" του Πολυτεχνείου;», θα μιλήσει για «μακρινό ξάδελφο που σκοτώθηκε σε τροχαίο»! Στη γυναίκα του θα ανοίξει την καρδιά του ύστερα από χρόνια. Στα τρία παιδιά του δεν το έχει αποφασίσει ακόμη. «Είμαι ένας άνθρωπος που δεν υπήρξε ποτέ 20 χρόνων. Ο έφεδρος στρατιώτης A. Σκευοφύλαξ σκοτώθηκε σε τροχαίο»!